αλμυρίδιον

αλμυρίδιον
ἁλμυρίδιον, το (Α)
(ως ονομ. φυτών) αλμυρίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. ἁλμυρίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλμυρίς — ἁλμυρίς ( ίδος), η (Α) 1. καθετί αλμυρό (χυμός, νερό κ.λπ.) 2. αλμυρό έδαφος, αλμυρή γη 3. αλμυρότητα, αρμυράδα 4. είδος αγριολάχανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλμυρός. ΠΑΡ. ἁλμυρίδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”